- καθύφεσις
- καθύφ-εσις, εως, ἡ,A collusion, Poll.8.143; praevaricatio, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καθύφεσις — καθύφεσις, ἡ (Α) [καθυφίημι] (για συνηγόρους ή κατηγόρους σε δίκη) λαθραία συμφωνία για εξαπάτηση τού δικαστηρίου, κρυφή συνεννόηση μεταξύ παραγόντων τής δίκης, καταπροδοσία τής δίκης … Dictionary of Greek
καθυφέσεσιν — καθύφεσις collusion fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυφέσεως — καθυφέσεω̆ς , καθύφεσις collusion fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)